- μονομαχείον
- μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) [μονομάχος]μσν.σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχίααρχ.μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονομάχιον — μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) βλ. μονομαχείον … Dictionary of Greek
μονομαχοτροφείον — μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) [μονομαχοτρόφος] τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον* … Dictionary of Greek